κατασβέσω

κατασβέσω
κατασβέννυμι
put out
aor subj act 1st sg
κατασβέννυμι
put out
fut ind act 1st sg
κατασβέννυμι
put out
aor ind mid 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εξερεύγομαι — (AM ἐξερεύγομαι) [ερεύγομαι] βγάζω ορμητικά, ξερνώ («ἐξηρεύξατο ὁ ποταμὸς πλῆθος βατράχων», ΠΔ) μσν. ρουφῶ («κἄν ὅλας θαλάττας ἐξερεύξωμαι, οὐ κατασβέσω τὴν φλόγα») αρχ. 1. (για όγκο) ανοίγω 2. (για ποταμό) εκβάλλω 3. (για φλέβα) αδειάζω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”